- όναται
- ὄναται (Α)(κατά τον Ησύχ.) «ἀτιμάζεται, μέμφεται».[ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεστ. τ. ὄναται, που παραδίδει ο Ησύχιος, και ο παρατ. ὤνατο αποτελούν παρεκκλίνουσες μορφές τού ρ. ὄνομαι* «κατηγορώ, ψέγω», σχηματισμένες πιθ. κατά τα αθέματα ρήματα τού τύπου ἔραμαι, ἄγαμαι].
Dictionary of Greek. 2013.